πατρομήτωρ

πατρομήτωρ
-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. (το αρσ.) ο πατέρας τής μητέρας, ο παππούς από τη μητέρα
2. το θηλ. η γιαγιά, η μητέρα τού πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μητρο-μήτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πατρομήτωρ — mother s father masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρομήτορα — πατρομήτωρ mother s father masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρομήτορος — πατρομήτωρ mother s father masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτομήτωρ — αὐτομήτωρ ( ορος), η (Α) ίδια η μητέρα, απαράλλαχτα όμοια με τη μητέρα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, πατρομήτωρ, προμήτωρ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • μητρομήτωρ — μητρομήτωρ, δωρ. τ. ματρομάτωρ, ἡ (Α) η μητέρα τής μητέρας, η γιαγιά από την πλευρά τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. πατρομήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”